μήτρως

μήτρως
μήτρως
Grammatical information: m.
Meaning: `male relative of the mother, uncle, grandfather' (Il.).
Other forms: Dor. μάτρως, -ωος a. (further forms in Schwyzer 480 and in LSJ).
Derivatives: μητρώϊος, -ῳ̃ος (Dor. μα-) prop. `belonging to the μήτρωες, i.e. to mothers family' (τ 410), then directly referring to μήτηρ `what belongs to the mother, maternal' (A.); τὸ Μητρῳ̃ον (sc. ἱερόν) `the temple of the Great Mother Cybele', in Athens used as state archive (Att.); τὰ Μητρῳ̃α (sc. ἱερά) `the temple-service of Cybele' (D. H.); with μητρῳακός `belonging to the service of Cybele' and μητρῴζω `celebrate the Cybele-feasts' (sp.) ; μητρωϊκός = μητρικός (Delos IIa). -- Side form μήτρων (Dor. μά-), -ωνος m. (Asia Minor inscr.; originating from the acc. μήτρων). -- μητρυιά, Dor. μα-, ion. -ιή f. `step-mother' (Il.) with μητρυι-ώδης `step-motherly' (Plu.), -άζω `act as step-moher' (Gloss.); as joking innovation μητρυιός m. `stepfather' (Theopomp. Com., Hyp.).
Origin: IE [Indo-European] [700] *meh₂tēr `mother', *meh₂tr-ōu-s `relative of the mother'
Etymology: If one connects, acc. to the communis opinio, μητρυιά with μήτρως, for which there is in fact no decisive evidence, we must start from a long -ōu- ( \> ō), of which -υ- in μητρυιά would be the zero grade (cf. Schwyzer 479 f.). With μητρυιά (prob. for older *μήτρυιᾰ, gen. -υιᾶς; Wackernagel KZ 33, 574 [= Kl. Schr. 2, 1207] n. l, Schwyzer 469 w. n. 8) cf. the close Armenian form mawru, gen. mawrui (\< *mātruu̯i-) `stepmother, mother-in-law', perhaps also the far off Westgermanic form OE modrige `sister's mother' (PGm. *mōdruu̯i̯ōn- \< IE *mātruu̯i̯ā?) a direct correspondence; the formation must then be from pre-Greek. A hypothesis on the origin (after the old word for `mother-in-law', Lat. socrus = Gr. *ἑκρύς ?; s. ἑκυρός, -ά) by Wackernagel Festgabe Kaegi 44 (= Kl. Schr. 1, 472) n. 2. -- Cf. the lit. on μήτηρ. Cf. Kuiper, Notes 56ff.
Page in Frisk: 2,233-234

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μήτρως — maternal uncle masc nom/voc/acc pl μήτρως maternal uncle masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μήτρως — μήτρως, ωος και ω, δωρ. τ. μάτρως, ὁ (Α) 1. ο αδελφός τής μητέρας, ο θείος από τη μητέρα 2. συγγενής από τη μητέρα 3. ο πατέρας τής μητέρας, ο παππούς από τη μητέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός (πρβλ. πάτρως, ἥρως). Η λ. είναι αρχαϊκή, ανάγεται… …   Dictionary of Greek

  • μήτρω — μήτρως maternal uncle masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μήτρων — μήτρων, δωρ. τ. μάτρων, ωνος, ὁ (Α) μήτρως*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταγενέστερος τ. τού μήτρως* (πρβλ. λατ. matrōna «οικοδέσποινα»)] …   Dictionary of Greek

  • μητρώος — α, ο (ΑΜ μητρῷος, ῴα, ον) αυτός που ανήκει στη μητέρα ή προέρχεται από τη μητέρα, μητρικός («οἱ πατρῷοι καὶ μητρῷοι θεοί», Ξεν.) νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το μητρώο κατάλογος που τηρείται από το κράτος, τους δήμους και τις κοινότητες και στον… …   Dictionary of Greek

  • μάτρως — μά̱τρως , μήτρως maternal uncle masc nom/voc/acc pl (doric) μά̱τρως , μήτρως maternal uncle masc nom/voc sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σαρδώος — ῴα, ον, Α 1. ο Σαρδώνιος* 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ Σαρδῷοι οι κάτοικοι τής Σαρδούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σαρδώ + κατάλ. ιος (πρβλ. μητρῷος: μήτρως, σαπφῷος: Σαπφώ)] …   Dictionary of Greek

  • γάλοως — και γάλως, η (Α) αδελφή τού συζύγου, κουνιάδα ή σύζυγος τού αδελφού. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για αρχαίο ουσ. δηλωτικό συγγένειας, χαρακτηριστικό παράδειγμα διάκρισης μεταξύ τών συγγενών τού συζύγου και τής συζύγου, σύμφωνα με το ινδοευρ. σύστημα, κατά …   Dictionary of Greek

  • θείος — (I) α, ο (AM θεῑος, α , ον, Α επικ. τ. θέειος και θεήιος, αιολ. τ. θήιος, λακων. τ. σείος) 1. αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από τον θεό (ή τους θεούς) ή ο σταλμένος από θεό («θεῑον γένος», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που ανήκει ή είναι αφιερωμένος σε… …   Dictionary of Greek

  • μάτρως — μάτρως, ὁ (Α) βλ. μήτρως …   Dictionary of Greek

  • μητέρα — και μήτηρ, η (ΑΜ μήτηρ, Α δωρ. τ. μάτηρ Μ και μητρί) 1. γυναίκα που έχει γεννήσει παιδί, μάννα 2. θηλυκό ζώο που έχει γεννήσει 3. πρώτη αρχή, αφορμή, αιτία («ἀργία μήτηρ πάσης κακίας», γνωμ.) 4. επίθετο τής Γης ως μητέρας όλων τών εμψύχων και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”